4/4/20

Rivoluzione Rossa


                                               




Τέλη Μαρτίου. Τα πάντα έχουν παραλύσει στην Ευρώπη. Ο αθλητισμός, όπως και άλλοι τομείς της ζωής μας, σίγουρα σημαντικότεροι, έχει γονατίσει λόγω κορωνοϊού. Πριν τη διακοπή των πρωταθλημάτων, η Juventus ζούσε την καθιερωμένη ρουτίνα της επί μια 10ετία. Μοναδική, ειδοποιός ωστόσο διαφορά, οι αγωνιστικές δυσκολίες που ελάχιστες φορές είχε συναντήσει την εποχή της σύγχρονης παντοκρατορίας της. Γρήγορο flashback στα Χριστουγέννα του 1993. Τα διοικητικά ηνία των bianconeri παίρνει στα χέρια του ο Umberto Agnelli, έπειτα από συμφωνία και “διακανονισμό” με τον αδερφό του Gianni. Ο Dottore συλλαμβάνει” και συστήνει τη διαβόητη Triade, διοικητικό φόβητρο για κάθε αντίπαλο της Κυρίας. Κύριο μέλημα της νέας διοικητικής κατάστασης η αυτονόμηση και ανεξαρτητοποίηση της Juventus από την τσέπη της οικογένειας Agnelli. Μόνη οδός η αυτοχρηματοδότηση. Πίσω στις μέρες εκείνες, η απόφαση έμοιαζε με πράξη “σκληρής αγάπης”. Οι Gianni και Umberto δεν είχαν κρύψει ποτέ πως η Juve ήταν η πολύτιμή τους θυγατέρα. Το πάθος τους γι’ αυτήν δε χωρούσε καμιά αμφιβολία. Για εκείνους αντιπροσώπευε κάτι υπερβατικό, ένα μεταφυσικό δέσιμο, μια σχέση βαθιά και συναισθηματική. Ήταν η κληρονομιά και το προικιό, που τους άφησε ο αδικοχαμένος πατέρας τους, Edoardo. Ο πρώτος της οικογενείας, που συνέδεσε το όνομά του με την ομάδα της πόλης, αναλαμβάνοντας να τη χρηματοδοτήσει. Η κοινή πορεία της ιταλικής δυναστείας με τη Juve προσεγγίζει τον έναν αιώνα κι είναι σχεδόν παράλληλη με την πορεία ζωής μιας άλλης, νεότερης κόρης, της Ferrari. Της εταιρίας που υπήρξε η έμπνευση για να αλλάξει το mindset των δύο αείμνηστων παραγόντων στο ποδοσφαιρικό επιχειρείν. Η αλλαγή που σε πρώτο χρόνο έμοιαζε τιμωρητική, ήταν στην πραγματικότητα το σπουδαιότερο δώρο δύο βαθιά συνειδητοποιημένων ανθρώπων. Που είχαν αντιληφθεί τη θνητότητά τους – άλλωστε ο θάνατος ήταν διαρκώς παρών στην καθημερινότητά τους – και δεν ήθελαν η μοναχοκόρη τους να εξαρτάται από τις ορέξεις κανενός, πολλώ δε μάλλον από το πεπερασμένο της φυσικής τους παρουσίας. Ανεξαρτήτως του ενδοοικογενειακού εμφυλίου, οι Agnelli δηλώνουν παρών, πιο δυνατοί και κυνικοί από ποτέ. Κι έχουν σκοπό, εφόσον πρόκειται για κοινή επιδίωξη των 2 φατριών της οικογένειας, να κάνουν ό,τι και στις επιχειρήσεις τους. Να οδηγήσουν τη Juve στην κορυφή, εκπληρώνοντας το όνειρο των Gianni και Umberto. Ας δούμε όμως με ποιο τρόπο.


Μοντέλο Ferrari

Βιομηχανικό Πλάνο”. Δύο λέξεις που καταλαμβάνουν θεόρατο χώρο στο θυμικό του μέσου οπαδού της Juve. Δύο λέξεις που στοίχειωναν τα όνειρά του όσο έβλεπε την ομάδα να βαλτώνει. Πρόκειται για το σχέδιο που ανέλυσε ο Antonio Giraudo σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Repubblica εβδομάδες πριν το ξέσπασμα του Calciopoli. Βάση και έμπνευση του σχεδίου, που είχε σκοπό να γιγαντώσει τη Juventus, στάθηκε το επιχειρηματικό μοντέλο της Ferrari. Μιας εταιρίας, που ανήκει στο portfolio των Agnelli κι αποτελεί αναμφισβήτητα το πετράδι του στέμματος της αυτοκρατορίας τους στο χώρο της αυτοκίνησης. Η Ferrari, επί της ουσίας, έχει μεταβληθεί πλήρως πλέον σε μια entertainment company, της οποίας μονάχα ένα μικρο κομμάτι άπτεται του αθλητισμού. Η Rossa προσφέρει παντός είδους υπηρεσίες – ξενοδοχεία, ένδυση, media, ακίνητα – όντας ένα γιγαντιαίο brand σε παγκόσμια κλίμακα, με τεράστια αποδοχή και εκτόπισμα τόσο εντός όσο και εκτός Ιταλίας. Αυτό μαρτυρούν γλαφυρά και τα οικονομικά στοιχεία της. Τη 10ετία που πέρασε η Scuderia εισέπραξε £1,65bn από χορηγούς, με peak της το 2010 όταν και γέμισε τα ταμεία της με £196,9mn. Για να γίνει κατανόητο το μέγεθος της δυναμικής του εμπορικού σήματος της Ferrari, αρκεί να πούμε ότι τα έσοδα των Red Bull Racing και Mercedes το ίδιο χρονικό διάστημα ήταν υποδιπλάσια, με τις 2 αυτές ομάδες να έχουν μάλιστα μονοπωλήσει τις κατακτήσεις τίτλων σε οδηγούς και κατασκευαστές. Γίνεται λοιπόν αντιληπτός ο απώτερος σκοπός των Agnelli στο νέο βαρύνον αθλητικό τους στοίχημα, τους bianconeri.

Ο συντηρητισμός ως διέξοδος

Κι αν τα οικονομικά της Ferrari ήταν, είναι και θα είναι ανθηρά, το ίδιο δε μπορούσε κανένας να υποστηρίξει επ’ ουδενί για εκείνα της Κυρίας, όταν ο Andrea Agnelli αποφάσιζε να βγει μπροστά. Τα έσοδά της άγγιξαν το 2010 ιστορικό χαμηλό, κυμαινόμενα στα 153,9 εκατομμύρια ευρώ, διαμορφώνοντας μια κατάσταση πρωτοφανούς τοξικότητας και μια ανάγκη για δραστική αλλαγή πλεύσης. Σε πρώτο πλάνο μπήκε η σταθεροποίηση της ομάδας στα υψηλά πατώματα του Campionato. Για να επιτευχθεί άμεσα ο στόχος, επελέγη η πεπατημένη οδός, που είχε αποδώσει τα μέγιστα τόσες και τόσες φορές στο παρελθόν. Αγωνιστικός κυνισμός ήτοι βάρος στα αποτελέσματα. Το αρχικό στοίχημα μικρού ρίσκου, ελέω χαμηλών προσδοκιών σε πρώτη φάση, με την πρόσληψη του Antonio Conte, αποδείχθηκε υψηλής απόδοσης. Επιπλέον, δε μπορεί να παραγνωριστεί η συνδρομή του νεόδμητου Allianz Stadium, που έδωσε σπουδαία ώθηση και δυναμική στην ομάδα. Μετά την αποχώρηση του Conte, προκρίθηκε η ασφαλής – μάλλον – επιλογή του Max Allegri από το Beppe Marotta. Κι όσο γέμιζε η τροπαιοθήκη στην 5ετία του Λιβορνέζου, άλλο τόσο γέμιζαν και τα ταμεία του κλαμπ, γεγονός που αποτυπώθηκε στους ισολογισμούς του (596,408 εκατομμύρια ευρώ στις 12/6/2019). Η Juventus είχε σταθεροποιηθεί ξανά στα υψηλά πατώματα της ευρωπαϊκής οικονομικής ελίτ, παράμετρος ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση των κεκτημένων εντός Ιταλίας και την παρουσίαση ανταγωνιστικού συνόλου εκτός. Παράλληλα, η μετοχή της εκτοξεύθηκε και μετατράπηκε σε πολύ ισχυρό χαρτί, καταφέρνοντας να εισέλθει στο δείκτη FTSE-MIB, στο γκρουπ με τις 40 πιο αξιόπιστες μετοχές του Χρηματιστηρίου του Μιλάνο, γινόμενη η 4η εταιρία συμφερόντων Agnelli, που επιτυγχάνει κάτι τέτοιο. Η κεφαλαιοποίηση της Juventus το ίδιο χρονικό διάστημα άγγιζε τα 1,25 δις ευρώ. Έργο και σαφώς επιστέγασμα όλης της μεθοδικής και σκληρής δουλειάς των περασμένων ετών. Το σημαντικότατο αυτό επίτευγμα δεν έμελλε όμως να διαρκέσει όσο προσδοκούσαν στο Τορίνο. Από τις 23 Μαρτίου η Μεγάλη Κυρία απόλεσε τη θέση της στο συγκεκριμένο δείκτη, ενώ σε διάστημα μικρότερο του ενός έτους έχει χάσει το 40% της αξίας της. Απότοκο κακών χειρισμών, λάθος επιλογών, διεργασιών και συγκυριών.



                            
 

Η αλλαγή από τα πάνω

Βασική σταθερά την παρελθούσα 10ετία είναι η τεχνοκρατική λογική με την οποία “τρέχει” η Juve. Όταν ο ρυθμός ανάπτυξης της Juve περιορίζεται, επιβραδύνεται, συστέλλεται τότε πρόσωπα, φιλοσοφία ή ό,τι τέλος πάντων, κρίνεται πως υστερεί, αλλάζει. Στο πλαίσιο αυτό αποφασίστηκε η μη συνέχιση της συνεργασίας το Σεπτέμβριο του 2018 με δύο από τους στυλοβάτες της αναγέννησης των Gobbi, τους Beppe Marotta και Aldo Mazzia, καθώς η επιχειρησιακή τους αντίληψη θεωρήθηκε συντηρητική και βαρίδι για το επόμενο βήμα, το leap up. Ο Agnelli έδωσε τα ηνία σε μια νέα γενιά παραγόντων με νέες, φρέσκιες ιδέες, επιθετικότητα και ροπή στην καινοτομία. Κέντρο του πρότζεκτ αποτελεί πλέον το όμορφο και σύγχρονο ποδόσφαιρο, η ταχεία διείσδυση του brand σε “παρθένες αγορές” και όλη η διαδικασία, που απαιτείται για να αγγίξει ο σύλλογος τους στόχους του. Αυτό προδίδει μια σειρά κινήσεων που έγιναν προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση με αφετηρία τον Απρίλιο του 2019 και αγγίζοντας το σήμερα. Εκ του αποτελέσματος αποδείχθηκε ότι η περσινή χρονιά, η τελευταία του Max Allegri στον πάγκο της ομάδας ήταν κάτι μεταξύ μετάβασης και τελευταίας ευκαιρίας για τον απελθόντα προπονητή. One last shot, που κέρδισε λόγω των όσων είχε προσφέρει στο κλαμπ επί μια 5ετία. Δυστυχώς – και για τον ίδιο, απέτυχε να προσαρμοστεί στις νέες απαιτήσεις, ανοίγοντας διάπλατα την πόρτα της αλλαγής των συσχετισμών στο εσωτερικό της ομάδας. Η διοίκηση κατανόησε ότι ο κυνισμός και η νέα φιλοσοφία που θέλει να υιοθετήσει και φιλοδοξεί να καθιερώσει ήταν πρακτικά αδύνατο να συμβαδίσουν. Αποτέλεσμα η δημιουργία ενός χάσματος στα σπλάχνα της ομάδας, που καθρεπτίστηκε στη χαοτική διαφορά μεταξύ ατομικής και ποιότητας παιχνιδιού της Juve στον αγωνιστικό χώρο. Η αλλαγή έπρεπε να είναι βαθύτερη, πιο τολμηρή.

Επιθυμία για μετάλλαξη

Η αλλαγή αντίληψης αγωνιστικά, αλλά και στο μεταγραφικό κομμάτι αποτελεί κοινό τόπο για όλους στην Continassa από το περασμένο καλοκαίρι. Όλοι την έκριναν επιτακτική. Και προσπαθούν να διαφοροποιήσουν τον τρόπο δουλειάς όσο αυτό καθίσταται δυνατό. Στο κέντρο του πρότζεκτ που ανέλαβε να φέρει εις πέρας ο Fabio Paratici και το team του είναι το ποδόσφαιρο. Το καλό ποδόσφαιρο συγκεκριμένα. Παράλληλα, έχουν μεταβληθεί ριζικά οι προδιαγραφές του “ιδανικού ποδοσφαιριστή”. Θα έλεγα ότι παρατηρείται μια στροφή 180 μοιρών σ’ αυτό το κομμάτι. Το βάρος πέφτει στην ποδοσφαιρική ικανότητα και προκρίνονται οι υποψήφιοι με τα πλέον σύγχρονα χαρακτηριστικά. Η “στροφή” αυτή επαναφέρει σε πρώτο πλάνο την ικανότητα με τη μπάλα στα πόδια, ενώ υποσκελίζεται η “αθλητική υπεροχή”. Μια αρχή, που διέτρεχε όλες τις μεταγραφές της Juve από το 2010 κι εφ’ εξής. Το μεγάλο αγκάθι εν προκειμένω για το σύλλογο είναι η χαμένη του αρμονία. Η εταιρική στρατηγική και οι απαιτήσεις του προπονητή συμπλέουν μόνο σε φιλολογικό επίπεδο μέχρι τη στιγμή, που γραφόταν το συγκεκριμένο κομμάτι. Η έλλειψη ισορροπίας και η συνεπακόλουθη σύγχυση είναι διάχυτες στο περιβάλλον των ασπρόμαυρων. Η επανάκτησή της είναι η νούμερο ένα προτεραιότητα. Ταυτόχρονα, η συνειδητοποίηση της ανάγκης για μια ολιστική ποδοσφαιρική φιλοσοφία για όλες τις ηλικιακές ομάδες της Μεγάλης Κυρίας είναι πιο επίκαιρη από ποτέ. “Παίζει” δυνατά, βρίσκεται διαρκώς στο προσκήνιο, καθώς οι απαιτήσεις που έχουν δημιουργηθεί σ’ αυτό το πεδίο είναι μεγάλες και συνοδεύονται συχνά από πομπώδεις δηλώσεις. Όταν ερωτήθη ο Sarri για το συγκεκριμένο ζήτημα στο πλαίσιο της παρουσίασής του ανέφερε χαρακτηριστικά: “Ήρθα εδώ μόλις χθες, στο sir Alex πήρε 20 χρόνια για να περάσει ένα στυλ ποδοσφαίρου στις μικρές ομάδες, αλλά και την πρώτη. Θα μου άρεσε να το κάνω, αλλά θα ήταν μια πολύ, πολύ μακρά διαδικασία να συναντηθώ με τους διάφορους προπονητές των μικρών ομάδων. Δε θεωρώ ότι είμαι αρκετά νέος, ώστε να παραμείνω εδώ όσο ο sir Alex στη United”.



                                          


Κόκκινο ποδόσφαιρο

Η ποδοσφαιρική φιλοσοφία και το προφίλ του διαδόχου του Allegri ήταν λοιπόν προκαθορισμένα από την πραγματικότητα που είχε διαμορφωθεί εντός και πέριξ της Juventus. Συμπλέοντας με την κυρίαρχη ποδοσφαιρική τάση της εποχής, επιλέχθηκε ένας προπονητής που πρεσβεύει τη δημιουργία εντός των τεσσάρων γραμμών του γηπέδου. Και τη ροή. Και τη φαντασία. Και την αρμονία. Σε πλήρη αντίθεση, φυσικά, με τους προκατόχους του που υπήρξαν θιασώτες του απαρχαιωμένου, του αρτηριοσκληρωτικού, του ντεμοντέ. Η Juventus είναι μια ομάδα που διαχρονικά ελάχιστα αφουγκράζεται τους οπαδούς της. Πάντα κινείται με βάση το τί την εξυπηρετεί και δε φοβάται να πράξει το αναπάντεχο, το απροσδόκητο. Οι οπαδοί περίμεναν Guardiola, Pocchetino ή έστω Conte. Αντ’ αυτών η ιδιοκτησία επέλεξε τον Maurizio Sarri. Έναν προπονητή που θα γινόταν κόκκινο πανί δεδομένα, αλλά ήταν την ίδια στιγμή μια περίπτωση εφικτή το καλοκαίρι, εν αντιθέσει με τους προαναφερθέντες. Έναν άνθρωπο που μπορεί να εξυπηρετήσει το πλάνο της δημιουργίας βάσης για μια επόμενη κατάσταση. Ας είμαστε ειλικρινείς. Το αθλητικό πρότζεκτ που ανέλαβε ο Sarri είναι ο ορισμός της “χαμαλοδουλειάς”, καθότι πρόκειται για επιμόρφωση κι επανεκπαίδευση σε ποδόσφαιρο κατοχής των παικτών, που κρίνονται απαραίτητοι για την επόμενη μέρα. Παράλληλα, η ομάδα προσπαθεί να επιτύχει, εί δυνατόν, αναίμακτα την ηλικιακή ανανέωσή της, αλλά και την ανανέωση του ποδοσφαιρικού κυττάρου και χαρακτήρα της. Ο κομμουνιστής, κατά δήλωσή του, Sarri θα προσπαθήσει να εφαρμόσει μια ποδοσφαιρική λογική που έλκει τις ρίζες της στους Ολλανδούς, διανθίζεται με ποδοσφαιρικά στοιχεία της αντίληψης του σπουδαίου Σοβιετικού Lobanovsky και προσομοιάζει μ’ αυτή του Guardiola. Προσπαθεί να φέρει την επανάσταση σε μια ομάδα “καθεστωτική” και “δογματική”, που βασίζεται σταθερά στις επιταγές της Προτεσταντικής Ηθικής. Φιλοδοξεί να περάσει την αντίληψη ενός ποδοσφαίρου συνόλου εκ διαμέτρου αντίθετο μ’ εκείνο που στηρίζεται αποκλειστικά στο ατομικό ταλέντο. Το κοινό να υπερτερεί του “κατά μόνας”. Για πρώτη φορά η πρωτεύουσα του Πιεμόντε και, κατά γενική ομολογία, ποδοσφαιρική της Ιταλίας φλερτάρει τόσο έντονα με το χρώμα της ανατροπής, το χρώμα της Ferrari.
Συνοψίζοντας, είναι πασίδηλη πλέον η βούληση της διοίκησης Agnelli να εκμεταλλευτεί τη δυναμική που η ίδια έχει δημιουργήσει με τη δουλειά της πολυεπίπεδα, υιοθετώντας ένα βιομηχανικό εταιρικό μοντέλο παραπλήσιο μ’ εκείνο της Ferrari. Η επίτευξη αυτού του στόχου όμως περνά από το “Ρουβίκωνα” της υιοθέτησης από την αιχμή του δόρατος, δηλαδή την ποδοσφαιρική ομάδα, ενός στυλ ποδοσφαίρου επιθετικού, θεαματικού και θελκτικού, ταυτόχρονα όμως και αποτελεσματικού. Πρόκειται για μια μακρά και επίπονη διαδικασία, που δεδομένα θα ξεβολέψει τόσο τους οραματιστές της όσο και τους οπαδούς της ομάδας, οι οποίοι έχουν συνηθίσει σε κάτι εντελώς διαφορετικό, ριζωμένο βαθιά, τα τελευταία 20, τουλάχιστον, χρόνια. Οι κινήσεις των δύο τελευταίων καλοκαιριών έχουν μια συγκεκριμένη στόχευση και συγκλίνουν προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Μήπως είμαστε πιο κοντά από ποτέ στην αλλαγή του ποδοσφαιρικού γενετικού κώδικα μιας εκ των πιο παραδοσιακών ομάδων πανευρωπαϊκά; Μήπως είμαστε πιο κοντά από ποτέ σε μια επανάσταση με κόκκινο φόντο; Το μέλλον θα δείξει.. 

8/1/19

Beppe, ciao!


                                                    
 




«Να φύγω από τη
Juventus; Δεν το σκέφτηκα ποτέ μου. Είμαι ερωτευμένος με τη Juventus. Μ’ αρέσει το περιβάλλον εργασίας. Μ’ αρέσει ο τρόπος με τον οποίο γίνονται τα πράγματα και οι άνθρωποι, που δουλεύουν εδώ». Τα λόγια ανήκουν στον Fabio Paratici, στο περιθώριο μιας συνέντευξής του στην Tuttosport για το φύλλο της 8ης Οκτωβρίου. Η χρονική στιγμή έμοιαζε παράταιρη. Στην πράξη αποδείχθηκε το τέλειο peak μιας αλληλουχίας γεγονότων, που είχαν δρομολογηθεί από το καλοκαίρι. Ίσως και νωρίτερα. Η ολοένα και εντονότερη έκθεση του, μέχρι εκείνη τη στιγμή χαμηλών τόνων, Paratici, έμοιαζε με την κατάλληλη επιβράβευση και την αναγνώριση της σκληρής δουλειάς του δεξιού χεριού του Beppe Marotta. Η ερμηνεία της κατάστασης αποδείχθηκε, τελικά, εντελώς λανθασμένη. Ποιος θα φανταζόταν ότι σε μια τόσο σημαντική ημέρα για τη σύγχρονη ιστορία της Juventus, όπως εκείνη της παρουσίασης του Cristiano Ronaldo, θα έμπαιναν οι βάσεις για τη σημαντικότερη απόφαση, σε διοικητικό επίπεδο, μέχρι την επόμενη;

«Ο βασιλιάς πέθανε. Ζήτω ο βασιλιάς». 29 Σεπτεμβρίου. Τερματικός σταθμός. Η Juventus ξεπερνά το εμπόδιο της Napoli, παίρνοντας από νωρίς κεφάλι στην κούρσα της διεκδίκησης ενός ακόμη πρωταθλήματος. Άλλη μια μέρα στη δουλειά. Ο Marotta όμως είχε αντίθετη άποψη. Οι καθιερωμένες δηλώσεις του μετά τον αγώνα, βάζουν φωτιά στην κανονικότητα του Campionato. Τα νέα διαδίδονται ταχύτατα παντού. Με κάθε τρόπο. Για την πλειοψηφία ήταν κεραυνός εν αιθρία. Για τον Andrea Agnelli ήταν μια ψυχρά υπολογισμένη απόφαση, που επεξεργαζόταν καιρό. Κι η στιγμή έμοιαζε ιδανική. Η αποχώρηση του Marotta θα συνοδευόταν κι από εκείνη του Aldo Mazzia. Μια εξίσου σημαντική διοικητική φιγούρα για την εταιρία. Ένας ακόμη αρχιτέκτονας του θαύματος της «Ανάστασης» της Juve. Εξαιτίας όμως της προβολής, της καθημερινής τριβής, αλλά και της αναγνωρισιμότητας, που απολαμβάνει ο Marotta, θα εστιάσουμε μονάχα στους λόγους εκείνους, που έκαναν τη Juve να δείξει την πόρτα της εξόδου στον 61χρονο παράγοντα από το Βαρέζε.


Η εύσχημη δικαιολογία
Στην ανακοίνωση της αποχώρησής του έκανε λόγο για «γενική ανανέωση στη διοίκηση» του οργανισμού Juventus. Χωρίς να αποδώσει ευθύνη σε κανέναν. Στάθηκε με απόλυτη αξιοπρέπεια και με αφοσίωση παροιμιώδη ακόμη και στα τελευταία του λεπτά ως ενεργό στέλεχος του συλλόγου. Υπάρχει δόση αλήθειας, φυσικά, στο λόγο, που παρουσίασε ως αιτία της αποχώρησής του, αλλά δεν μοιάζει επαρκής αυτή η δικαιολογία για την αποχώρηση ενός τόσο σημαντικού στελέχους, με καίριο ρόλο στη δομή και τη διαδρομή του κλαμπ από το 2011 κι εξής. Το πρόταγμα του Agnelli ήταν ίδιο κι απαράλλακτο. «Η Juventus στους 40άρηδες», εννοώντας τους Paratici, Ricci, Re. Στην πραγματικότητα η «ανανέωση» δεν ήταν παρά ένα σημαντικότατο δίλημμα. Ένα υποβόσκον, καιρό τώρα, δίλημμα, που απαιτούσε λύση, κάθε άλλο παρά αναίμακτη. «Αλλάζω ή μετρώ απώλειες». Όπως συνέβη, παλαιότερα με χαμηλόβαθμα στελέχη του αγωνιστικού τμήματος, δεν υπάρχει συμβιβασμός για κάποιον φιλόδοξο. Αν δεν παραχωρούσε τη σκυτάλη στους περιβόητους «40άρηδες», θα τους έχανε, ρισκάροντας το μέλλον του συλλόγου. Όπως ρίσκο είναι η επιλογή της σταθερής αιμορραγίας σε αγωνιστικούς «τεχνοκράτες», αδιάκοπα τα 2 τελευταία καλοκαίρια. Οι bianconeri έχουν μάθει να ζουν μ’ αυτές τις απώλειες και να ανταπεξέρχονται. Η απώλεια ενός διοικητικού στελέχους της εμβέλειας του Paratici είναι μια υπόθεση διαφορετική. Ισοδυναμεί με καταστροφή. Αν κάτι έχει κάνει βίωμά του ο πρόεδρος στη μέχρι τώρα πορεία του είναι πως «οφείλεις να αλλάξεις, προτού η αλλαγή γίνει αναγκαιότητα».  Και στο ζύγι, ο 46χρονος Fabio κρίθηκε πολυτιμότερος και κομβικότερος του μέντορά του, Beppe.



                        



Ραγισμένο γυαλί
Η «ανανέωση» είναι μια αιτιολογία αδύναμη και αίολη. Ας μην κρυβόμαστε. Το πραγματικό αίτιο έχει τις ρίζες του βαθύτερα και οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ συγκλίνουν στο ίδιο ακριβώς συμπέρασμα· υπήρχε σημαντική διαφορά φιλοσοφίας ανάμεσα σε πρόεδρο και CEO. Ανάμεσα στον Agnelli και το Marotta. Οι διαφωνίες τους πάνω σε ζητήματα μεταγραφικής πολιτικής πύκνωναν προϊόντος του χρόνου. Αποτέλεσμα η τελική ρήξη. Ο Agnelli και το «μπλοκ» που είχε δημιουργηθεί γύρω του μέσα στην επιτελική ομάδα της διοίκησης – Nedved, Paratici – τάσσονταν υπέρ μιας επιθετικότερης μεταγραφικής πολιτικής. Αντιθέτως, ο Marotta, που παρότι υπήρξε στελεχιακή επιλογή του Agnelli στην αρχή της θητείας του, μάλλον εξυπηρετούσε τα συμφέροντα του John Elkann μέσα στη Juventus, θεωρούσε πως η ομάδα όφειλε να κινηθεί μετρημένα και συντηρητικά με τρόπο πανομοιότυπο με τη Bayern Munchen. Το χάσμα, που δημιουργήθηκε, έμοιαζε αγεφύρωτο, με αποτέλεσμα τη φημολογούμενη περιθωριοποίηση του Marotta στην τελευταία μεταγραφική περίοδο. Ο ίδιος ο Agnelli πίστωσε εξ’ ολοκλήρου τη μετακίνηση του Cristiano Ronaldo στο νέο-προαχθέντα Fabio Paratici. Σ’ ένα καλοκαίρι, σχεδόν, οργιαστικό για το μέσο Juventino ο «αρχιτέκτονας» αυτής της ομάδας δε βρισκόταν πουθενά. Επιβίωνε ως απλή αναφορά στο οργανόγραμμα.


Re unico
Η ύπαρξη αντίρροπων τάσεων μέσα στη Juve και η διαρκής πάλη ανάμεσα στις 2 φατρίες της οικογένειας Agnelli έχουν καθιερώσει την «πολιτική» στην καθημερινότητα του κλαμπ. Το γενικό πρόσταγμα, από το 2011 μέχρι και τη δεδομένη χρονική στιγμή, ανήκει στον πρόεδρο Andrea Agnelli, αλλά την υψηλή κυριότητα του club έχει ο πρόεδρος της Exor, εταιρίας holding, John Elkann. Λογικό επόμενο είναι η δημιουργία ζητημάτων εξουσίας μέσα στο κλαμπ.. Η εκπαραθύρωση του Marotta έδωσε την εντύπωση ότι ο Andrea Agnelli προσπαθεί να εδραιωθεί ως «Μονοκράτορας» στους Τορινέζους, αποπέμποντας στελέχη, που δεν είναι πιστά σε εκείνον. Παράλληλα, επιχειρεί να δημιουργήσει μια συγκροτημένη ομάδα εμπίστων του, με τον ίδιο στο κέντρο της δραστηριότητας και αύξηση δικαιοδοσιών, όπως ακριβώς συνέβη και με τους NedvedParatici. Οι υπόνοιες και οι φήμες για την ύπαρξη «στρατοπέδων» μέσα στη Juve μάλλον γίνονται βεβαιότητα, καθώς οι αποδείξεις, πλέον, είναι απτές. Ακόμη και η φημολογούμενη, το καλοκαίρι και χωρίς ιδιαίτερη υπόσταση, επιστροφή του Lippi σε πόστο διοικητικό στην ομάδα είναι στην ίδια κατεύθυνση, καθώς ο πρώην προπονητής της Juve και των Azzurri είναι γνωστός Umbertiano.



                            




Alto Piemonte και ξεκαθάρισμα
Η υπόθεση «Alto Piemonte» που αφορά τη διείσδυση της ndrangheta στην Curva Sud της Juve, αλλά και σε εκείνες άλλων ομάδων, συντάραξε το παρελθόν έτος το ιταλικό ποδόσφαιρο. Στο πλαίσιο των ερευνών, που αφορούσαν τα οργανωμένα group των Τορινέζων, αποκαλύφθηκαν προνομιακές, σχεδόν φιλικές, σχέσεις των επικεφαλής των οργανωμένων των bianconeri με το Beppe Marotta. Ο ίδιος ο Marotta φέρεται να γνώριζε προσωπικά το Fabio Germani, κεντρική φιγούρα της διείσδυσης του οργανωμένου εγκλήματος στο οπαδικό κίνημα της Juve και γιο του επικεφαλής της καλαβρέζικης μαφίας. Οι καλές σχέσεις των ultras με τον πρώην γενικό διευθυντή πράγματι επιβεβαιώθηκαν, όταν οι πρώτοι έσπασαν τη «σιωπή» τους στη διάρκεια του άτυπου μποϊκοτάζ, που είχαν κηρύξει στη διοίκηση, για να φωνάξουν συνθήματα υπέρ του Marotta. Όλα αυτά λίγες ημέρες μετά την επίσημη ανακοίνωση για τις προθέσεις του συλλόγου αναφορικά με το μέλλον του. Παρά τον εμφανή, αλλά έμμεσο, συσχετισμό του με τους εγκληματικούς κύκλους, που δρούσαν μέσα στο κίνημα των ultras, ο Marotta απολαμβάνοντας της προστασίας του John Elkann δεν κλήθηκε ποτέ, έστω για κατάθεση, από τον εισαγγελέα Pecoraro. Σε αντίθεση με τους Agnelli και Calvo - πρώην οικονομικός διευθυντής της Juve - οι οποίοι σύρθηκαν σε δίκη, όντας κεντρικά πρόσωπα σε ένα πρωτοφανές «κυνήγι μαγισσών», χωρίς περιεχόμενο και αποδείξεις. Ο Andrea Agnelli τιμωρήθηκε με ποινή αποκλεισμού 4 μηνών και το club με χρηματικό πρόστιμο. Η μεγάλη εικόνα έδειχνε ανάμειξη σε ακόμη ένα σκάνδαλο, βάσει υπονοιών και μόνο, αλλά με σαφή προσωπική ευθύνη. Άλλη μια ρυτίδα στην ήδη τσαλακωμένη εικόνα της ομάδας. Η αποπομπή του Marotta, που αποτελούσε το ακροτελεύτιο έρεισμα των οργανωμένων οπαδών, σήμανε την έναρξη της ενεργούς προσπάθειας του προέδρου της ομάδας να εξοστρακίσει τους οργανωμένους, εκτός Allianz Stadium. Για να πάρει εκδίκηση; Γιατί αυτή ήταν η τέλεια αφορμή, που έψαχνε; Ουδείς μπορεί να γνωρίζει. Ήταν παράλληλα το έναυσμα για την προσπάθεια μεταμόρφωσης του προφίλ της ομάδας στα πρότυπα των Real Madrid και Barcelona. Ενός προφίλ φιλικότερου και περισσότερο θελκτικού για τον οπαδό – πελάτη.


Money!
Ο οικονομικός παράγοντας ήταν, είναι και θα είναι πάντα σημαντική συνιστώσα σε οποιαδήποτε απόφαση λαμβάνεται στον επιχειρηματικό κόσμο. Η περσινή σεζόν ζωγράφισε με τα ζωηρότερα χρώματα την ευθραυστότητα του οικοδομήματος των συλλόγων, που βασίζουν κυρίως την εισροή χρήματος στην αγωνιστική τους επιτυχία. Ένας «πρόωρος» αποκλεισμός στην ευρωπαϊκή διοργάνωση αρκεί για να προκαλέσει αιμορραγία στα ταμεία του συλλόγου. Η πολιτική του club μοιάζει να αλλάζει, να απομακρύνεται απ’ αυτό που είχαμε συνηθίσει. Λαμβάνει μια πιο εμπορική κατεύθυνση, άρα απαιτεί και περισσότερες οικονομικές θυσίες στο πατρόν του CR7. Και μάλλον ο Marotta δε μπορούσε, ή δεν ήθελε έστω, να υπηρετήσει τη λογική αυτή. Το «black and white and more», αλλά και το νέο 6ετές πλάνο αποτελούν το επιστέγασμα αυτής της αλλαγής πλεύσης προς το εμπορικότερο, με εστίαση στα νέα πρόσωπα και τις φρέσκες ιδέες που αυτά κυοφορούν. Ταυτόχρονα, σε διοικητικό κομμάτι, δε μπορεί να παραγνωριστεί το γεγονός ότι θα υπάρξει μια περιστολή δαπανών όσον αφορά το μισθολογικό κόστος. Ο Marotta καρπώθηκε το περασμένο έτος 5,5 εκατομμύρια ευρώ, ενώ ο Mazzia 2,6. Κι ανεξάρτητα με την οποιαδήποτε αύξηση στο ετήσιο έσοδο των 3Paratici, Ricci, Re - είναι δεδομένο ότι τα έξοδα θα απομειωθούν.


                       




Μηχανορραφίες  
Υπόγεια κανάλια επικοινωνίας υπάρχουν σε όλους τους οργανισμούς, όλες τις εταιρίες. Είναι, σχεδόν, συνώνυμα των ανθρωπίνων σχέσεων. Ο Andrea Agnelli δεν αρνήθηκε ποτέ την καλή του σχέση και τη διαρκή επικοινωνία του με τους Moggi και Giraudo. Ούτε εκείνοι άλλωστε. Για όσους το αγνοούν, ο νυν πρόεδρος της Vecchia Signora ήταν από τους ελάχιστους, που υποστήριζαν με ζέση τα δύο, υπό διωγμόν, πανίσχυρα μέλη της διαβόητης Triade κατά τη  διάρκεια του Calciopoli. Λεπτομέρεια γνωστή, σχεδόν όσο και η αμοιβαία αντιπάθεια ανάμεσα σε Moggi και Marotta. Μπορεί να θεωρηθεί τυχαία η επίσκεψη του Lucky Luciano στις εγκαταστάσεις της Continassa, 1 μήνα και κάτι μετά το οριστικό τέλος του Beppe από τους bianconeri; Ο Agnelli δεδομένα συμβουλεύεται αμφότερους. Άρα, είναι σχεδόν δεδομένος ο επηρεασμός της τελικής απόφασης του 43χρονου παράγοντα από τους Moggi και Giraudo. Και πιο συγκεκριμένα, ο τελευταίος φιγουράρει ως ο άνθρωπος, που πρότεινε την είσοδο του Nedved στο διοικητικό σχήμα και μοχλεύει προς την κατεύθυνση της ταχύτατης ανέλιξής του μέσα σ’ αυτό, βλέποντας «κάτι» μέσα στον Τσέχο. Για να είμαστε δίκαιοι ο Marotta μόνο αφελής δεν είναι. Είχε αντιληφθεί ότι η άμμος στην κλεψύδρα του τελειώνει και είχε ήδη ξεκινήσει συζητήσεις και με τις 2 ομάδες του Μιλάνο. Κάτι, που εξαγρίωσε το γιο του Umberto Agnelli και αποτέλεσε το τελευταίο καρφί στο φέρετρο μιας σχέσης ήδη νεκρής. Η απόφαση ήταν οριστική και αμετάκλητη.

Καταλήγοντας, οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι η αποχώρηση του Marotta είναι μια σημαντική απώλεια για τους bianconeri. Όμως η Juve, ως γνήσια ιταλική ομάδα, με την ιταλική φλόγα μέσα της, έχει κάνει τη δυσκολία και την αντιξοότητα βίωμα της. Έχει συνηθίσει να λειτουργεί και να δουλεύει με τις απώλειες, έχει σφυρηλατήσει το μετάλλό της με αυτόν τον τρόπο. Διαχρονικά, η Juventus έχει μάθει να αναπληρώνει απώλειες στελεχών, προπονητών, παικτών. Να γλείφει τις πληγές της και να τις επιδεικνύει με περηφάνια. Αυτό θα πράξει και τώρα, ίσως με μεγαλύτερη ευθύνη και προσήλωση από κάθε φορά, καθώς εκείνη διέρρηξε τη σχέση με τον Marotta. Εκείνος υπήρξε δεδομένα μια φιγούρα λογικής, αρκετά συντηρητικός, που κρατούσε τα μπόσικα μέσα στην ομάδα,. Λειτουργούσε πέρα από την παρόρμηση της στιγμής. Βλέποντας βαθύτερα και με περίσσια ψυχραιμία. Είναι μια φιγούρα που θα λείψει, έστω κι αν αυτή η απώλεια αποβεί προς όφελος του ιταλικού πρωταθλήματος και της Juve εν ευθέτω χρόνω. Του αξίζει κάθε επαγγελματική αναγνώριση κι επιτυχία.

Beppone, grazie mille!

23/10/18

Δύσκολη ζωή στο Θέατρο των Ονείρων

                             



27 Μαΐου 2016
. Η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ ανακοινώνει την πρόσληψη του Ζοζέ Μουρίνιο. Στην επίσημη φωτογράφηση φορά το κοστούμι, τη γραβάτα του και με ένα πλατύ χαμόγελο δηλώνει πώς αισθανόταν πάντα μια σύνδεση με το Ολντ Τράφορντ. «Έχω πολλές σημαντικές αναμνήσεις από αυτό το γήπεδο και υπήρχε πάντοτε μια επικοινωνία με τους οπαδούς. Είναι τιμή μου να βρίσκομαι εδώ σαν προπονητής της ομάδας και ανυπομονώ για τα χρόνια που έρχονται».

27 Αυγούστου 2018. Η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ γνωρίζει βαριά ήττα με 0-3 από την Τότεναμ στο Όλντ Τράφορντ. Στη συνέντευξη τύπου ο Πορτογάλος προπονητής δε θυμίζει σε τίποτα τον άνθρωπο της 27ης Μαΐου. Σκυθρωπός, με πρόσωπο γεμάτο θυμό εξαπολύει επίθεση στους δημοσιογράφους, που διψούν για αίμα. Πριν το τέλος της, σηκώνει τα 3 δάκτυλά του φωνάζοντας «Για να τελειώνουμε· γνωρίζετε ποιο ήταν το σκορ; 3-0, 3-0. Ξέρετε τι δείχνει αυτό; 3-0. Δείχνει όμως και τον αριθμό των πρωταθλημάτων, που έχω κατακτήσει. Και έχω κερδίσει μόνος μου περισσότερα πρωταθλήματα στην Αγγλία απ’ όσα έχουν κερδίσει οι υπόλοιποι 19 προπονητές. 3 εγώ, 2 αυτοί (σ.σ. Πεπ Γκουαρδιόλα και Μανουέλ Πελεγκρίνι). Θα με σέβεστε! Σεβασμός, σεβασμός, σεβασμός!»

Τι είχε όμως μεσολαβήσει πριν φτάσουμε σ’ αυτό το σημείο; Για πολλούς, η περυσινή σεζόν τελείωσε επιτυχημένα για την Γιουνάιτεντ. Η 2η θέση στην Πρέμιερ Λιγκ και ο τελικός στο
FA Cup ήρθαν να προστεθούν στην κατάκτηση του Γιουρόπα Λιγκ και του Λιγκ Καπ της σεζόν 2016-17. Παράλληλα, οι «Κόκκινοι Διάβολοι» θα συμμετείχαν δεύτερη συνεχόμενη σεζόν στους ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ, για πρώτη φορά μετά την απόσυρση του εμβληματικού σερ Άλεξ Φέργκιουσον.

Ωστόσο, τα πράγματα δεν ήταν τόσο ρόδινα κι αυτό δεν άργησε να φανεί. Και αυτό το καλοκαίρι ο Μουρίνιο απαίτησε με επιμονή πολυδάπανες μεταγραφές. Έχοντας παροπλίσει αμφότερους τους κεντρικούς αμυντικούς, που αποκτήθηκαν επί θητείας του, απαίτησε την απόκτηση ενός ακόμη σέντερ μπακ, ενός εξτρέμ κι ενός χαφ. Η διοίκηση ικανοποίησε την επιθυμία του για τον παίκτη στο κέντρο – Φρεντ – αλλά προτίμησε να διατηρήσει τις θέσεις της σχετικά με τα μεταγραφικά.

Αυτή ήταν η στιγμή, που άνοιξε ο ασκός του Αιόλου. Συγκρούσεις και προβλήματα δεν άργησαν να ξεσπάσουν. Προβλήματα τα οποία όμως, είχαν τις ρίζες τους λίγα χρόνια πίσω. Η διοίκηση των Γκλέιζερ, μετά την ταυτόχρονη αποχώρηση Φέργκιουσον και Τζιλ, βρέθηκε σε μια πρωτόγνωρη για τα, μέχρι τότε δεδομένα της, κατάσταση. Και κυριότερα, με μια κατάσταση για την οποία δεν είχε μεριμνήσει να προετοιμαστεί στο ελάχιστο. Ο σερ Άλεξ ήταν ακρογωνιαίος λίθος για το σύγχρονο οικοδόμημα της Γιουνάιτεντ. Από εκείνον περνούσαν όλες οι αποφάσεις, που αφορούσαν το ποδοσφαιρικό τμήμα. Με τον Τζίλ είχαν αναπτύξει έναν άκρως πετυχημένο κώδικα επικοινωνίας, που συντελούσε στην εύρυθμη λειτουργία του συλλόγου. Με την ταυτόχρονη φυγή των 2 το οικοδόμημα κατέρρευσε.



                        





Αποτέλεσμα; Μια διοίκηση που θέλει ο σύλλογος να είναι εμπορικός και συνάμα πιστός στις ρίζες του. Μια διοίκηση, που θέλει να βλέπει επιθετικό ποδόσφαιρο, αλλά με αισθητή στροφή σε μια πιο κυνική φιλοσοφία. Μια διοίκηση η οποία, ουσιαστικά, δεν ξέρει τι θέλει και δε διαθέτει την παραμικρή ποδοσφαιρική τεχνογνωσία. Μετά τα αποτυχημένα πειράματα με Ντέιβιντ Μόις και Λουίς Φαν Χάαλ, αποφάσισε να «κόψει δρόμο», προσλαμβάνοντας τον 55χρονο τεχνικό, που έχτισε την καριέρα του πάνω στη φήμη του ανθρώπου του άμεσου αποτελέσματος. Αποτελέσματα τα οποία ήρθαν. Απούσας της εξωπραγματικής Μάντσεστερ Σίτι του Πεπ Γκουαρδιόλα, ο περυσινός τίτλος ίσως να κατέληγε στην κόκκινη πλευρά της πόλης. Αυτό δε σημαίνει ότι παρουσίασε επιθετικό ποδόσφαιρο η Γιουνάιτεντ. Αντιθέτως. Τα στατιστικά της περασμένης σεζόν καταδεικνύουν ότι αποτελούσε τη χειρότερη ομάδα της πρώτης 5άδας. Στηριζόμενη όμως στην κυνικότητά, που της εμφύσησε ο Μουρίνιο, και την εξωπραγματική χρονιά του τερματοφύλακά της, κατόρθωσε να πάρει τα αποτελέσματα τα οποία ήθελε.

Επιστροφή στο περυσινό καλοκαίρι. Ο Πορτογάλος κατά την προσφιλή του τακτική απαίτησε ακόμη περισσότερους παίκτες. Ήταν μάλιστα διατεθειμένος να αποχωριστεί κάποιους από τους ήδη υπάρχοντες για να ικανοποιήσει την επιθυμία του. Η διοίκηση αρνείται να ενδώσει, καθώς θεωρεί ότι συγκεκριμένοι ποδοσφαιριστές μπορούν να αποδώσουν μελλοντικά και του αρνείται επιπλέον κεφάλαια για μεταγραφές. Εν ολίγοις, παρακάμπτει τον προπονητή και αποφασίζει μόνη της. Έναν προπονητή, που η ίδια βιάστηκε να ανανεώσει μέσα στο χειμώνα.



                     




Ο Πορτογάλος απασφαλίζει και εμφανίζει όλες τις αρνητικές πτυχές του χαρακτήρα του. Γκρίνια στα ΜΜΕ, «ισοπέδωση» του ρόστερ, καθώς και άλλα αντιεπαγγελματικά σχόλια γίνονται κομμάτι της  καθημερινότητας του συλλόγου. Η σεζόν ξεκινά και τα πρώτα αρνητικά αποτελέσματα δεν αργούν. Εκεί αρχίζει να χάνεται και κάθε υποψία ελέγχου. Τσακωμοί, παροπλισμός παικτών, κριτική, διαρροές στα ΜΜΕ, ακυρώσεις συνεντεύξεων τύπου κλπ. Τα τελευταία αποτελέσματα σε Αγγλία και Ευρώπη δείχνουν ότι η κατάσταση είναι μη αναστρέψιμη. Όλα αυτά μέχρι να συναντήσει τη Νιουκάσλ του Ράφα Μπενίτεθ. Του ανθρώπου που λατρεύει να μισεί. Στο πρώτο τέταρτο οι «Καρακάξες» είχαν προβάδισμα 2 τερμάτων, αλλά με τις κατάλληλες αλλαγές γίνεται η ανατροπή, ο αγώνας λήγει 3-2 και ο Μουρίνιο παίρνει παράταση ζωής. Η επιστροφή από τη διακοπή του
Nations League βρίσκει την ομάδα μια ανάσα μακριά από το διπλό στο Στάμφορντ Μπριτζ. Ο Πορτογάλος ανασαίνει βαθιά. Είναι αρκετή για να «βγάλει» τη σεζόν; Δύσκολο να το προβλέψει κάποιος.

Προσωπική μου εκτίμηση είναι πως οι πιθανότητες είναι ισόποσα μοιρασμένες. Μια ήττα στο αυριανό (σ.σ. σημερινό) παιχνίδι, καθώς και μια γκέλα σε ένα από τα 2 επόμενα παιχνίδια με Έβερτον και Μπόρνμουθ είναι ικανές να ρίξουν ξανά την ομάδα σε εσωστρέφεια. Και ομάδες – βούτυρο στο ψωμί, όπως η φετινή Νιουκάσλ δε βρίσκονται στο δρόμο σου κάθε μέρα.

Η Γιουβέντους, λοιπόν, μοιάζει το φαβορί για τον αυριανό (σ.σ. σημερινό) αγώνα. Ξεκάθαρα. Αλλά και με έναν αστερίσκο. Τη συντηρητική φιλοσοφία του προπονητή της. Αν μπει στον αγωνιστικό χώρο για να κάνει το παιχνίδι της, εύκολα ή δύσκολα θα φύγει με το «διπλό». Αν μπει για να περιμένει, ίσως να αντιμετωπίσει προβλήματα. Η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ μπορεί να μη διάγει τις καλύτερες μέρες της σύγχρονης ιστορίας της, αλλά δεν παύει να διαθέτει ένα πολύ ποιοτικό ρόστερ. Και στις ευρωπαϊκές βραδιές οι παίκτες τείνουν να εμφανίζουν ένα πρόσωπο πολύ διαφορετικό. Αν δεν προσέξει τους Σο, Μαρσιάλ, Πογκμπά, Μάτα και Ράσφορντ, η Γιουβέντους θα αντιμετωπίσει κινδύνους.


Επιμέλεια κειμένου: Greek Devil

17/10/18

Η αβάσταχτη ελαφρότητα του Μάσσιμο






Το «βάρος» και η «ελαφρότητα» είναι δύο έννοιες/επιλογές που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να αντιμετωπίσει την ζωή, τα παράλογα της και αυτά που μπορεί να του συμβαίνουν καθημερινά. Υπό το πρίσμα αυτών των δύο λοιπόν διέπεται η ζωή των περισσότερων ανθρώπων και αυτό αντικατοπτρίζεται και σε άλλους τομείς. Εν προκειμένω, αναφέρομαι στον αθλητισμό και συγκεκριμένα στο ποδόσφαιρο. Πιο συγκεκριμένα αναφέρομαι στον Μασσιμιλιάνο Αλέγκρι και την στάση του ως προπονητής.


Σε μια χρονιά μεγάλων αλλαγών για την Γιουβέντους και ενώ όλα δείχνουν ότι πρόκειται για μια εντελώς καινούρια σελίδα στην ιστορία της ομάδας, υπάρχει κάποιος που παραμένει ακίνητος και τραγικά κολλημένος στα συμπλέγματα του και στις ίδιες βαρετές, άνοστες και επικίνδυνες, μερικές φορές, ιδέες του. Για πρώτη φορά στην ιστορία της η «Μεγάλη Κυρία» πραγματοποιεί μια μεταγραφή όπως αυτή του Κριστιάνο Ρονάλντο. Ως τώρα, η διοίκηση της ομάδας δεν είχε μπει στη διαδικασία να γίνει μέρος της άκρατης υπερκοστολόγησης και των πανάκριβων μεταγραφών, που λαμβάνουν χώρα στο ποδόσφαιρο, θεωρώντας ότι μπορείς να χτίσεις ένα κορυφαίο σύνολο με μια λιτή οικονομική πολιτική. Ο Τζίτζι Μπουφόν αποτελεί παρελθόν από το τέρμα της Γιούβε, αφού προτίμησε να ξεκινήσει μια νέα περιπέτεια στην Γαλλία και την Παρί. Ο Κλαούντιο Μαρκίζιο, ο δυνητικά επόμενος αρχηγός της ομάδας και σπλάχνο της, αποτελεί επίσης παρελθόν γιατί δεν είχε μέλλον στην ομάδα που γεννήθηκε και ενηλικιώθηκε. Φαίνεται, πως οι ποδοσφαιρικές αρετές του Κεντίρα και η αέναη ανυπαρξία του, έπεισαν περισσότερο τον προπονητή της ομάδας, να τον κρατήσει και να του ανανεώσει τον συμβόλαιο με αύξηση απολαβών μάλιστα. Άλλο ανέκδοτο αυτό. Ας τα πάρουμε όμως με την σειρά.

                        





Με την έλευση του Κριστιάνο Ρονάλντο γεννήθηκε το εξής ζήτημα. Κατά πόσο θα ταιριάξει στον τρόπο παιχνιδιού της, στην φιλοσοφία του προπονητή της, αν θα αλλάξει κάποια στοιχεία στον τρόπου παιχνιδιού του, αν θα αλλάξει στοιχεία στον τρόπο παιχνιδιού της η ίδια η ομάδα. Δε γίνεται να έχεις έναν ποδοσφαιριστή όπως ο Κριστιάνο στην ομάδα σου και να κυνηγάς το 1-0, να παίζεις έναν ποδόσφαιρο που δεν έχεις εσύ την πρωτοβουλία και γενικά να μην κυριαρχείς σε όλους του τομείς. Παρουσία Κριστιάνο Ρονάλντο, λοιπόν, η Γιουβέντους είναι πιο παραγωγική στις φάσεις, σκοράρει περισσότερο, αλλά σίγουρα ως τώρα δεν έχει αποδώσει περισσότερο από 15% που θα μπορούσε. Και κατά τη γνώμη μου αυτό οφείλεται στον Μαξ Αλέγκρι και στις επιλογές του. Ο Αλέγκρι θεωρεί ότι σε ένα ρόστερ στο οποίο υπάρχουν για τις θέσεις του κέντρου οι Ματουιντί, Πιάνιτς, Τσαν, Μπετανκούρ και Κεντίρα, αυτός που δεν γίνεται να μην πάρει θέση βασικού είναι ο τελευταίος. Πρόκειται για τον Κεντίρα ο οποίος στα 31 του αγωνίζεται τα τελευταία 3 χρόνια σαν παλαίμαχος. Και λογικό, διότι, εδώ που τα λέμε, δεν είχε ποτέ ιδιαίτερα φυσικά προσόντα και σε αυτό προστίθεται η τάση που έχει για τραυματισμούς. Για να μην φανώ κακεντρεχής, δεν κατηγορώ τον Κεντίρα που είναι αυτός που είναι. Τόσα μπορεί να αποδώσει. Κατηγορώ τον Αλέγκρι γιατί εντελώς αψήφιστα και με μια αβάσταχτη ελαφρότητα ακυρώνει άλλους 4 ποδοσφαιριστές, οι οποίοι είναι κλάσεις ανώτεροι και μπορούν να προσφέρουν απείρως περισσότερα μέσα στο γήπεδο. Τον κατηγορώ γιατί πάει στην, για εκείνον, πιο ασφαλή επιλογή. Σε αυτό που ξέρει δηλαδή. Θεωρεί μάλλον ότι με αυτόν τον τρόπο θα αποφύγει να κάνει κάποιο σοβαρό λάθος. 




                               



Η ζωή όμως είναι σύντομη, πόσο μάλλον η καριέρα στον αθλητισμό. Και αυτή συμβαίνει μόνο μια φορά και μετά σβήνει διά παντός, οπότε δεν μπορώ να καταλάβω προς τι η σχολαστική μέριμνα αποφυγής λαθών, δεδομένου ότι η ασήμαντος αθλητικός βίος δεν πρόκειται ποτέ να επαναληφθεί. Το αστείο της υπόθεσης όμως είναι ότι στην προσπάθεια να αποφύγει ένα λάθος, κάνει ένα άλλο μεγαλύτερο. Η χρησιμοποίηση του Κεντίρα σε βασικό σχήμα και δη σε σημαντικά παιχνίδια είναι ένα τραγικό λάθος. Όπως και η ανανέωση του συμβολαίου του με αύξηση (!!!) στις ετήσιες απολαβές του. Αυτό που περιγράφω παραπάνω δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο. Απλά κάθε φορά εμφανίζεται με άλλη μορφή. Την πρώτη φορά ήταν όταν ανέλαβε προπονητής και πέρασε τουλάχιστον ένα 6μηνο για να παίξει κάτι διαφορετικό από αυτό που έπαιζε ο προκάτοχος του, ο δικός μας,  Αντόνιο Κόντε. Όχι, μόνο τακτικά αλλά όσον αφορά και τις επιλογές παικτών.

Για να μην μακρηγορώ και για να φτάσω στο διά ταύτα, το «βάρος» και η «ελαφρότητα» θεωρώ πως είναι δύο ισότιμες και εξίσου σεβαστές εναλλακτικές, χωρίς να τους αποδίδεται συγκεκριμένο ηθικό πρόσημο. Παρόλα αυτά, ανάλογα με την επιλογή που θα κάνει κάποιος, θα μνημονεύεται ως κάτι ιδιαίτερο και αυτόφωτο ή ως κάτι πετυχημένο αλλά συνηθισμένο συνάμα. Μένει να δούμε σε ποια κατηγορία θα ανήκει στο τέλος της ημέρας ο δικός μας Μαξ.

Επιμέλεια κειμένου: Μπερναρντίνο ντι Μπέτο

2/12/16

Υπνοβάτες








“Μπορείς να τους ξεγελάς όλους για λίγο καιρό, λίγους όλον τον καιρό, αλλά όχι όλους όλον τον καιρό”
λέει η γνωστή ρήση του Abraham Lincoln. Ας μου επιτραπεί το αυθαίρετο δικαίωμα να προσθέσω κάτι επιπλέον. “Μπορείς να ξεγελάσεις και την τύχη, να της κρυφτείς και να της υφαρπάξεις την εύνοια, που συνοδεύει ένα και μοναδικό της άγγιγμα”. Κάποια στιγμή θα το πληρώσεις, νομοτελειακά. Στην εποχή μας, που περισσότερο από κάθε άλλη παρελθούσα, η νίκη γίνεται πατρογονική κατάκτηση για τον οπαδό, τα αποτελέσματα συντηρούν μια προσωρινή, που πολλές φορές τρέπεται σε προσωπική, αίσθηση ευφορίας. Ένα μη επιθυμητό αποτέλεσμα μπορεί να πυροδοτήσει αλυσιδωτές αντιδράσεις, ικανές να οδηγήσουν σε Επανάσταση. Ικανές να αποτελέσουν το εναρκτήριο σημείο μιας καινής έλικας στο ατέρμονο ποδοσφαιρικό σπιράλ. Υπό αυτές τις συνθήκες, με την επενέργεια της τύχης εμφανή και την απουσία της, ορισμένες φορές, ηχηρή θα προσπαθήσουμε να δούμε ολιστικά τις προϋπάρχουσες παθογένειες της Juventus και τα προβλήματα, που ανέκυψαν στην πορεία των αγώνων, απαλλαγμένα από τη μεροληψία στην οποία οδηγούν τα αποτελέσματα και με αποκλειστικό γνώμονα τα όσα παρατηρούμε και προσλαμβάνουμε.





Η ηρεμία πριν την καταιγίδα.


Κάνοντας μια αναδρομή στο καλοκαιρινό τρίμηνο, είναι εύλογο να λεχθεί ότι τίποτα δεν προμήνυε τη σημερινή κατάσταση στο Vinovo. Τουλάχιστον, για την πλειοψηφία. Αντικειμενικά, το περασμένο καλοκαίρι ήταν ίσως το πιο μεστό και ήσυχο μεταγραφικό καλοκαίρι των τελευταίων ετών. Η Juventus το “κέρδισε” δικαιωματικά με τη μεγάλη ανατροπή στο πρωτάθλημα και το δεύτερο συναπτό double. Επιπρόσθετα, ο αποκλεισμός στο νήμα από τη Bayern Munchen άφησε στην πλατιά μάζα των οπαδών μια γλυκόπικρη γεύση, γεννώντας παράλληλα προσδοκίες για το μέλλον. Τα πάντα έμοιαζαν να λειτουργούν ρολόι. Γρήγορες και εντυπωσιακές μεταγραφές, μερικές εκ των οποίων σε βάρος των εγχώριων αντιπάλων, έκαναν τους οπαδούς της Vecchia Signora να φουσκώνουν από υπερηφάνεια και να ονειρεύονται. Στην αισιοδοξία των οπαδών προστέθηκε και εκείνη, συγκρατημένη βέβαια, των παραγόντων της ομάδας, οι οποίοι σε δηλώσεις τους άφηναν να εννοηθεί πώς στόχος της Juventus είναι να διεκδικεί επί ίσοις όροις το Champions League από εδώ και μπρος. Στον αντίποδα, μοναδική παραφωνία ήταν η προδιαγεγραμμένη πώληση του Paul Pogba και η μη αναμενόμενη, με βάση τα μέχρι εκείνη τη στιγμή δείγματα, κωλυσιεργία στην υπόθεση του παίκτη, που θα υποκαθιστούσε τον Γάλλο μέσο. Όλα αυτά φαινομενικά, καθώς η πραγματικότητα ήρθε να διαψεύσει τις προσδοκίες και άφησε “μποναμά” ένα σύννεφο προβληματισμού πάνω από την πρωτεύουσα του Piemonte.





                       






Μεταγραφές στο πόδι.


Pjanic, Higuain, Daniel Alves, Pjaca, Benatia, Cuadrado. Σχεδόν ονειρικές προσθήκες θα τις χαρακτήριζε ο μέσος bianconero. Όχι αδικώς, καθότι μιλάμε για έναν όμιλο παικτών ικανό να κάνει τη διαφορά. Με την πρώτη ματιά. Η ένεση ποιότητας είναι αδιαμφισβήτητη, αλλά οι προτεραιότητες λανθασμένες και οι παίκτες μη ταιριαστοί. Μη ταιριαστοί με το προϋπάρχον σύνολο, που αποτελεί κορμό της Juventus τα τελευταία – επιτυχημένα – χρόνια. Αρχικά, θεωρώ πώς τα λεφτά για τον Higuain είναι υπερβολικά και θα έπρεπε να ξοδευτούν με μεγαλύτερη φειδώ και σε άλλες θέσεις, που πονά η ομάδα. Η απόκτηση ενός ποιοτικού μέσου ήταν υπεραπαραίτητη. Η ευχή πραγματοποιήθηκε, αλλά όχι με σωστό τρόπο, στο πρόσωπο του Pjanic. Εφόσον, ο τρόπος παιχνιδιού και το σύστημα υπαγορεύουν την ύπαρξη regista basso θα έπρεπε, ιδανικά, να αποκτηθεί είτε ένας τέτοιος για να επιστρέψει στο φυσικό του χώρο ο Marchisio, είτε να αποκτηθεί ένας ποδοσφαιριστής με χαρακτηριστικά κοντά σ' εκείνα του Pogba και που να ταιριάζει με τον “Principino. Τέτοιος παίκτης δεν ήρθε.


Αντ’ αυτού ήρθε ένα 8άρι, που θέλει πολλή ώρα τη μπάλα στα πόδια του και δεν είναι ακριβώς συνηθισμένο στο πιο άμεσο παιχνίδι των Τορινέζων. Συν τοις άλλοις, οι νέοι ποδοσφαιριστές δεν έχουν την επίδραση που θα περίμενε κανείς στο παιχνίδι της ομάδας, με εξαίρεση ίσως τον Juan Cuadrado. Τέλος, εκνευριστική είναι η έλλειψη μεσότητας στα μεταγραφικά της ομάδας, που την χαρακτηρίζει ανέκαθεν. Πλέον, δε φοβάται να ξοδέψει υπέρογκα ποσά για την απόκτηση ποδοσφαιριστών, αλλά παραμένει το κακό συνήθειο να ψάχνει η διοίκηση για bargains ακόμη και σε περιπτώσεις παικτών, που ποιοτικά ή για άλλους λόγους, δεν μπορούν να σταθούν και να προσφέρουν στη Juventus, που ολοένα προοδεύει.






                                       





Προβληματικό πλάνο.


Στο ψηλότερο επίπεδο, που επέστρεψε τα τελευταία χρόνια και φιλοδοξεί να διατηρηθεί η Juventus μετρά και η παραμικρή λεπτομέρεια. Ένα εμπόδιο, ίσως όχι το πιο ψηλό, είναι το μέγεθος του roster. Η πρώτη ομάδα μετρά 27 ποδοσφαιριστές και μαζί με τους μικρούς από την Primavera, που προπονούνται με τους “μεγάλους” περιστασιακά, είναι φανερό πώς η κατάσταση γίνεται αρκετά δύσκολη. Αυτή η ανωμαλία δεν εξασφαλίζει καλή ποιότητα των προπονήσεων, αλλά και σύσφιγξη των παικτών σε ένα ομοιογενές σύνολο με τη δέουσα ευκολία και σε εύλογο χρονικό διάστημα. Επιπρόσθετα, το ίδιο roster μεγαλώνει ηλικιακά, όσο κυλάει ο χρόνος. Ο μέσος όρος ηλικίας είναι τα 28,2 χρόνια. Κι αυτό αποτελεί πρόβλημα υπό την οπτική της έγκαιρης στελεχιακής ανανέωσης της ομάδας. Η καθυστέρηση αυτή θέτει σε κίνδυνο τη μεταλαμπάδευση της νοοτροπίας νικητή, που χαρακτηρίζει τη Juventus και που έκανε μεγάλο αγώνα για να ανακτήσει.



Στο παραπάνω πρόβλημα συντελεί και η έλλειψη σοβαρού πλάνου αξιοποίησης των ταλαντούχων νεαρών. Δεν αρκούν μόνο τα λόγια, που θα τους πείσουν να υπογράψουν, οφείλουν να υποστηρίζονται και από την κατάλληλη αλληλουχία πράξεων. Για τον Rugani πολλά ακούμε, αλλά λίγα βλέπουμε για παράδειγμα. Παράλληλα, απογοητευτική είναι η ελάχιστη έως μηδενική βελτίωση, που επιδεικνύουν – ή μάλλον δεν επιδεικνύουν - οι νεαροί, που αποκτήθηκαν για να στηρίξουν το πλάνο της επόμενης μέρας. Έλλειψη πλάνου, έλλειψη ενός αποτελεσματικού προγράμματος για νεαρούς, έλλειψη προσοχής ή ελλιπές ποδοσφαιρικό κριτήριο, το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Sturaro, ο οποίος δεν έχει επιδείξει την παραμικρή βελτίωση από τη μέρα που ήρθε και μάλιστα παρουσιάζεται και χειρότερος σε πολλές περιπτώσεις.


Σημαντική, τέλος, είναι και η εξασθένιση του ντόπιου στοιχείου στην ομάδα. Ίσως το σημαντικότερο πρόβλημα, που έχει να αντιμετωπίσει τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Σύμφωνοι, οι ποιοτικοί Ιταλοί ποδοσφαιριστές είναι ελάχιστοι, αλλά ποιος μίλησε για παίκτες βασικούς αποκλειστικά; Σημασία έχει το corpus των Ιταλών να είναι δυνατό στα αποδυτήρια μιας ομάδας, ώστε να παραμένουν οι αλλογενείς ποδοσφαιριστές προσγειωμένοι, σοβαροί και να μην παρουσιάζονται φαινόμενα αδιαφορίας και χαλαρότητας.






                         







Διάβρωση μετάλλου, κάκιστη νοοτροπία.

Τα χρόνια της ξηρασίας, την 5ετία 2006-2011 όλα ξεκίνησαν με αυτόν τον τρόπο. Οι μισθοφόροι έκαναν παρέλαση από το Torino κάθε χρονιά και σταδιακά χάθηκε η νοοτροπία, που για δεκαετίες χαρακτήριζε τη Juventus ως οργανισμό. Τη νοοτροπία αυτή επανέφερε στην ομάδα ένα δικό της παιδί, ένας insider. Ο Antonio Conte. Για μία τριετία αποτέλεσε τον απόλυτο οδηγό η νοοτροπία αυτή και συνεχίζει ακόμη να έχει σημαντική επίδραση στην ομάδα. Κάποια πράγματα όμως έχουν διαφοροποιηθεί με την έλευση Allegri. Έχει υιοθετηθεί μια αγωνιστική προσέγγιση πιο χαλαρή και ένα αγωνιστικό στυλ πιο ράθυμο, παθητικό και περιστασιακά μπλαζέ χωρίς να υπάρχει δικαιολογία ικανή να δώσει επαρκή αιτιολόγηση.


Το μότο “Νίκη με το μίνιμουμ της προσπάθειας” τείνει να εξελιχθεί σε δόγμα στο Vinovo κι αυτό είναι που ξενίζει περισσότερο από το καθετί. Αυτά τα μικρά – μικρά οδηγούν σταδιακά στην παγίωση μιας λανθασμένης νοοτροπίας, που χαρακτηρίζεται από φόβο, συντηρητισμό και παθητικότητα, έχοντας ως άμεσο απότοκο την απώλεια της αίσθησης ανωτερότητας, την παραχώρηση της κυριαρχίας εντός των τεσσάρων γραμμών. Αυτό είναι που στοιχίζει στα ντέρμπι μαζί με την έλλειψη πάθους και την αδυναμία μετάδοσης κινήτρου και ατμόσφαιρας αδημονίας στους ποδοσφαιριστές. Ο κόσμος ζει για τα ντέρμπι, άσχετα αν η βαθμολογική αξία τους στο μαραθώνιο του πρωταθλήματος δε διαφοροποιείται από έναν αγώνα με μικρομεσαία ομάδα. Ο Conte ζούσε για αυτά τα παιχνίδια κι όπως αντικατοπτριζόταν και στο γήπεδο, μαζί του ζούσε γι' αυτά και όλη η ομάδα.


Τέλος, παρατηρείται και μια χαλάρωση αναφορικά με το επίπεδο πειθαρχίας. Υπάρχουν επιβεβαιωμένα, διόλου τιμητικά, περιστατικά με πρωταγωνιστές τους Vidal, Caceres, Pereyra και εσχάτως το Mario Lemina, που τράκαρε το αυτοκίνητό του ξημερώματα πριν λίγες ημέρες. Όλα τα παραπάνω δεν αποτελούν καλούς οιωνούς για την ομάδα, όσο ζοφερό κι αν ακούγεται.







                                             







Ποδοσφαιρική οπισθοδρόμηση.

Αγωνιστικά η Juventus ελέγχεται για πολλά. Ένα από αυτά σίγουρα δεν είναι το παρατεταμένο ντεφορμάρισμα, που παρατηρείται σ' αυτό το πρώτο κομμάτι της σεζόν. Θα εστιάσουμε αλλού, σε γενικότερα προβλήματα, που εμφανίζονται καιρό. Αρχικά, η Juventus δίνει την αίσθηση της ομάδας, που πηγαίνει στον αυτόματο πιλότο. Δεν παρουσιάζει νέα αγωνιστικά στοιχεία, δίνει την εντύπωση πώς είναι ένα σύνολο ποδοσφαιριστών δίχως καμιά χημεία, πως είναι πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένοι. Πιο συγκεκριμένα, η έλλειψη αγωνιστικής έντασης και πίεσης είναι αρνητικό χαρακτηριστικό της, ενώ είναι πρωτοφανής και η έλλειψη αυτοματισμών για μια ομάδα, που λίγες προσθαφαιρέσεις έχει να παρουσιάσει τα τελευταία χρόνια. Επιπλέον, δεν υπάρχει επιθετικό transition χαρακτηριστικό ομάδων, που δεν αρέσκονται να κρατούν πάρα πολλή ώρα τη μπάλα στα πόδια τους, κατηγορία στην οποία ανήκει και η Juventus.


Εκτός των άλλων, το ποδόσφαιρο που παρουσιάζει είναι πλήρως αναχρονιστικό, βασίζεται κυρίως σε προσωπικές εμπνεύσεις, κατά βάση του Dybala, και πολύ στατικό. Η υπερεξάρτηση από τον μικρόσωμο Αργεντινό μάγο στο δημιουργικό τομέα είναι παροιμιώδης σε σημείο, που η Juventus παρουσιάζεται ευνουχισμένη παραγωγικά εν τη απουσία του. Επιπλέον, αυτό, που υποτίθεται πώς ήταν το κύριο πλεονέκτημα του Allegri έναντι του προκατόχου του, δηλαδή η τακτική του ευελιξία, δεν έχει κάνει την εμφάνισή του στο Torino. Αδυνατεί να προσαρμόσει το σύστημα στα χαρακτηριστικά των ποδοσφαιριστών, που διαθέτει, καταλήγοντας να αναθέτει σε παίκτες με διαφορετικά στοιχεία, συγκεκριμένα παγιωμένα και αρτηριοσκληρωτικά καθήκοντα, που έχουν ως αποτέλεσμα ορισμένοι εξ' αυτών είτε να μην αποδίδουν – Pjanic σε ρόλο regista – είτε να εκτίθενται ανεπανόρθωτα – Sturaro σε ρόλο Khedira”, συγκεντρώνοντας τα πυρά των φιλάθλων.


Τέλος, η άμυνα δεν είναι πλέον το “ενισχυμένο σκυρόδεμα” του παρελθόντος, δεχόμενη εύκολα φάσεις, γεγονός που οφείλεται στην αμυντική ανισορροπία, που προξενείται από την αγωνιώδη προσπάθεια του προπονητή να ωθήσει παραπάνω ποδοσφαιριστές να συνδράμουν στην επιθετική ανάπτυξη της ομάδας, με αποτέλεσμα να παραμελούν ή να αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στα αμυντικά τους καθήκοντα. Έτσι ο άξονας της ομάδας γίνεται ιδιαιτέρως ευάλωτος. Τέλος, οι αμυντικές στημένες φάσεις τείνουν να εξελιχθούν σε άλυτο γρίφο για τον Allegri, επίσης. Συμπερασματικά, η Juventus παρουσιάζει την εικόνα μιας ομάδας αδούλευτης, που συγκεντρώνεται για πρώτη μέρα στο προπονητικό κέντρο, όπου προετοιμάζεται για τη νέα χρονιά.





                        






Ομφαλός του κόσμου.


Τραυματισμοί. Η μεγαλύτερη κατάρα από τη μέρα αλλαγής του προπονητικού team. Οι τραυματισμοί σ' αυτό το επίπεδο οφείλονται σε 3 παράγοντες ξεχωριστά ή μεταξύ τους συνδυαστικά: α) κακή ή ελλιπής αποκατάσταση, β) κακή εκγύμναση στην αρχή της χρονιάς και γ) σε υπερβολική καταπόνηση. Ο τρίτος παράγοντας a priori απορρίπτεται για τους προφανείς λόγους, που αναλύσαμε παραπάνω. Για τον πρώτο παράγοντα η διοίκηση πήρε μέτρα, εκπαραθυρώνοντας τον dottore Tencone άκομψα και χρεώνοντάς του ολοκληρωτικά την ευθύνη για το τσουνάμι τραυματισμών πέρσι. Η, σύμφωνα με τη διοίκηση, αιτία του κακού έφυγε, το πρόβλημα όμως παραμένει.


Μήπως είναι τελικά ζήτημα εκγύμνασης; Ο Tencone συνεργάστηκε για 3 χρόνια με τον Paolo Bertelli, 2 φορές καλύτερο γυμναστή φυσικής κατάστασης στην Ιταλία, αρμονικά και χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα, με τους τραυματισμούς να είναι ελάχιστοι. Με την έλευση του νέου γυμναστή φυσικής κατάστασης, Simone Folletti, με το βεβαρημένο ιστορικό στη Milan, άνοιξε ο “ασκός του Αιόλου”. Μήπως είναι αυτός ο υπεύθυνος τελικά; Τροφή για σκέψη. Βέβαια, εφέτος υπάρχει και το ελαφρυντικό των σοβαρών και άτυχων τραυματισμών, που κρατάνε ποδοσφαιριστές σημαντικούς εκτός δράσης για σεβαστά χρονικά διαστήματα. Πάντως, η περίπτωση με τη διάγνωση στον τραυματισμό του Pjaca μόνο θυμηδία προκαλεί και εκθέτει τη διοίκηση και την επιλογή της να ποντάρει στον dottore Rigo και το team του.




Κλείνοντας αυτόν τον μεγάλο και δαιδαλώδη προβληματισμό, καταλήγουμε στο εξής συμπέρασμα· τα πράγματα σίγουρα δεν είναι ρόδινα, όπως όλοι περιμέναμε το καλοκαίρι. Σίγουρα, η κατάσταση δεν είναι απελπιστική. Ούτε η ήττα από τη Genoa είναι η αιτία. Είναι, βασικά, η αφορμή για το ξεδίπλωμα μιας συζήτησης εκτενούς αναφορικά με το πού βαδίζει και προς τα πού πλέει η Juventus. Υπάρχουν παθογένειες, προβλήματα μικρότερα ή μεγαλύτερα, που οφείλει η διοίκηση να λύσει βρίσκοντας την αιτία τους. Οι παροδικές και σπασμωδικές ενέργειες δίνουν λύση προσωρινή και αργά ή γρήγορα θα εμφανιστούν ξανά. Είτε θα επιλέξουμε να τα καυτηριάσουμε, να τα επισημάνουμε ανεξαρτήτως αποτελεσμάτων, βασιζόμενοι στην αγάπη μας για το ποδόσφαιρο και τη Juve είτε θα επιλέξουμε να τα κρύψουμε, να μην τα “δούμε” ένεκα αποτελεσμάτων και νικών, που φουσκώνουν το “εγώ” μας. Εσύ με ποιον είσαι;